ἀλειπτόν

ἀλειπτόν
ἀλειπτός
anointed
masc/fem acc sg
ἀλειπτός
anointed
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄλειπτον — ἄλειπτος not left behind masc/fem acc sg ἄλειπτος not left behind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειπτός — ἀλειπτός, όν (Α) 1. αυτός που αλείφτηκε ή είναι κατάλληλος για επάλειψη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλειπτόν μύρο που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες τὰ ἀλειπτά φάρμακο για επάλειψη, αλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. τού ρ. ἀλείφω. ΠΑΡ. μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”